ἐπικυρώσεως

ἐπικυρώσεως
ἐπικυρώσεω̆ς , ἐπικύρωσις
ratification
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικυρωτικός — ή, ό [επικύρωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη») 2. αυτός που είναι υπέρ τής επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”